λεωφόρους

λεωφόρους
λαοφόρος
bearing people
masc/fem acc pl
λεωφόρος
bearing people
masc/fem acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • άρια — Δέντρο αειθαλές, δικοτυλήδονο, της οικογένειας των φηγιδών. Δασικό είδος το οποίο απαντάται στην κατώτερη ζώνη όλης της Ελλάδας, μαζί με τον πρίνο και την πεύκη. Φτάνει σε ύψος μέχρι 20 μ., ιδίως όταν ζει μέσα σε πυκνά δάση, ενώ μεμονωμένο βγάζει …   Dictionary of Greek

  • αγυιαίος — ἀγυιαῑος, α, ον (Α) [ἄγυια] 1. αυτός που έχει δρόμους, λεωφόρους 2. αυτός που βρίσκεται σε δρόμο, σε οδό …   Dictionary of Greek

  • αριά — Δέντρο αειθαλές, δικοτυλήδονο, της οικογένειας των φηγιδών. Δασικό είδος το οποίο απαντάται στην κατώτερη ζώνη όλης της Ελλάδας, μαζί με τον πρίνο και την πεύκη. Φτάνει σε ύψος μέχρι 20 μ., ιδίως όταν ζει μέσα σε πυκνά δάση, ενώ μεμονωμένο βγάζει …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • όλυνθος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Στρυμόνα, βασιλιά της Θράκης. Ενώ κυνηγούσε, τον κατασπαράξανε λιοντάρια. 2. Γιος του Ηρακλή και της Βολίας, από τον οποίο πήρε την ονομασία της μια πόλη της Χαλκιδικής. 3. Άλλος γιος του Ηρακλή, από τον… …   Dictionary of Greek

  • πόλη — Αστικός συνοικισμός, ο οποίος αποτελείται από ένα σύμπλεγμα δημόσιων και ιδιωτικών κτιρίων, τα οποία χωρίζονται ή συνδέονται μεταξύ τους με δρόμους, πάρκα και πλατείες, και που κατοικείται μόνιμα από σημαντικό αριθμό ανθρώπων –που επιδίδονται σε… …   Dictionary of Greek

  • σφένδαμνος — (acer). Γένος αγγειόσπερμων δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των Aκεριδών, της τάξης των τερεβινθωδών. Λέγεται και άκερ και σφεντάμι. Περιλαμβάνει γύρω στα 200 είδη του βόρειου ημισφαίριου, από τα οποία ορισμένα απαντούν και στην Ελλάδα. Άλλα… …   Dictionary of Greek

  • Αγία Πετρούπολη — (Sankt Peterburg) . Πόλη (4.694.000 κάτ. το 2000), πρωτεύουσα της ομώνυμης διοικητικής περιοχής (85.900 τ. χλμ.) της Ρωσικής Ομοσπονδίας και παλαιά πρωτεύουσα της Ρωσικής αυτοκρατορίας. Χτισμένη στον Φινικό κόλπο (Βαλτική θάλασσα), στο δέλτα των… …   Dictionary of Greek

  • Αδελαΐδα — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Σύζυγος του βασιλιά της Ιταλίας Λοθάριου B’ (947 949) και έπειτα του αυτοκράτορα Όθωνα Α’ (951 973). Όταν πέθανε ο Όθων, άσκησε καθήκοντα αντιβασίλισσας έως την ενηλικίωση του γιου της Όθωνα Γ’ (983 993). Ακολούθως… …   Dictionary of Greek

  • Αλμπί — (Albi). Πόλη (343.402 κάτ. το 1999) της ΝΔ Γαλλίας, πρωτεύουσα του νομού Ταρν, που βρίσκεται 676 χλμ. νότια του Παρισιού, πάνω στον ποταμό Ταρν. Eίναι έδρα αρχιεπισκοπής. Η Α. είναι η αρχαία Άλμπιγκα, η παρουσία της οποίας στην ιστορία αρχίζει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”